- νύξι
- νύξιςprickingfem voc sgνύξῑ , νύξιςprickingfem dat sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Νυξί — Νύξ night fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νυξί — νύξ night fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νύξ' — Νυξί , Νύξ night fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύξ' — νύξι , νύξις pricking fem voc sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor imperat mid 2nd sg νύξαι , νύσσω touch with a sharp point aor inf act νύξα , νύσσω touch with a sharp point aor ind act 1st sg (homeric ionic) νύξε , νύσσω touch with a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νύξις — νύξῑς , νύξις pricking fem acc pl (epic doric ionic aeolic) νύξις pricking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραυγάζω — ΜΑ υπό την επίδραση τού φωτός εμφανίζω την εικόνα ενός πράγματος, απεικάζω, παριστάνω («τριήρους σχῆμα παραυγάζειν», Ευστ.) αρχ. 1. παθ. παραυγάζομαι φωτίζομαι από τα πλάγια, λάμπω («παραυγάζεται ὑπὸ τοῡ ἡλίου», Στράβ.) 2. μέσ. είμαι φωτεινός,… … Dictionary of Greek
συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… … Dictionary of Greek
μώνυξι — μώ̱νυξι , μῶνυξ with a single masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)